• Μαιζώνος 94, Πάτρα, 3ος όροφος
  • Επικοινωνία: 2611124186
  • [email protected]
  • Δευτ. - Παρ.   9.00 π.μ. - 9.00 μ.μ.

Προεκλαμψία

Η προεκλαμψία επηρεάζει το 2% έως 8% του συνόλου των κυήσεων και αποτελεί μία σημαντική αιτία μητρικής και περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας, ιδιαίτερα όταν εμφανιστεί νωρίς στην εγκυμοσύνη. Η ασθένεια είναι υπεύθυνη για το ένα έκτο όλων των πρόωρων γεννήσεων, γεγονός που αποτελεί σημαντική επιβάρυνση για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης1,2. Το ένα τρίτο όλων των  περιπτώσεων προεκλαμψίας απαιτούν πρόωρο τοκετό ενώ η σχέση της με τον περιορισμό της ανάπτυξης του εμβρύου και την προωρότητα οδηγεί συχνά σε δια βίου συνέπειες για το παιδί, συμπεριλαμβανομένων της εγκεφαλικής παράλυσης και της καθυστέρησης στην νευροανάπτυξη, αναπνευστικές διαταραχές, υπέρταση, νεφρική δυσλειτουργία, αντίσταση στην ινσουλίνη, παχυσαρκία, καρδιαγγειακά ασθένεια και μειωμένη ικανότητα εργασίας3,4. Επιπλέον, οι μητέρες που πλήττονται από την προεκλαμψία είναι 2 έως 5 φορές πιο πιθανό  να εμφανίσουν υπέρταση και καρδιαγγειακή και εγκεφαλοαγγειακή νόσο στο μέλλον σε σύγκριση με τις μητέρες οι οποίες δεν έχουν παρουσίασαν προεκλαμψία5-7.

Η χρήση ενός αλγόριθμου πρόβλεψης στις 11 έως 14 εβδομάδες ηλικίας κύησης προσδιορίζει περίπου το 75% των περιπτώσεων πρόωρης προεκλαμψίας (με τοκετό πριν από 37 εβδομάδες) και περίπου το 90% των περιπτώσεων προεκλαμψίας πρώιμης έναρξης της νόσου (με τοκετό πριν από 34 εβδομάδες). Αυτή η συνδυασμένη δοκιμή διαλογής χρησιμοποιεί μητρικά χαρακτηριστικά και ιατρικό και μαιευτικό ιστορικό υπολογίστε την a priori πιθανότητα πρόωρου τοκετού με προεκλαμψία έναντι αυτού για οποιοδήποτε άλλη αιτία σε μια δεδομένη ηλικία κύησης, το οποίο στη συνέχεια συνδυάζεται με τις μετρήσεις  της μέσης αρτηριακής πίεσης, τον μέσο δείκτη αντιστάσεων στις μητριαίες αρτηρίες με την χρήση Doppler και τα επίπεδα του PlGF και της PAPPA στον ορό του μητρικού αίματος για την εκτίμηση του κινδύνου ανάπτυξης της προεκλαμψίας. Μία μεγάλη πανευρωπαική διπλή τυφλή μελέτη απέδειξε ότι στις γυναίκες που αναγνωρίζονται θετικές στο παραπάνω τέστ διαλογής η χρήση ασπιρίνης 160mg κάθε βράδυ μείωσε την εμφάνιση της πρόωρης προεκλαμψίας κατά 62%7.

Η ασπιρίνη σε δόσεις κάτω των 300 mg επιλεκτικά απενεργοποιεί μη αναστρέψιμα το COX-1 ένζυμο, καταστέλλοντας την παραγωγή προσταγλανδινών και θρομβοξάνης  ενώ επίσης αναστέλει την συσσωμάτωση των αιμοπεταλίων. Ο μηχανισμός με τον οποίο η ασπιρίνη αποτρέπει την προεκλαμψία είναι άγνωστη, και οι προτεινόμενοι μηχανισμοί είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετικοί και βασίζονται σε in vitro έρευνες. Διάφοροι μηχανισμοί έχουν προταθεί όπως η βελτίωση στη διαδικασία ανάπτυξης του πλακούντα , που υποστηρίζεται από το γεγονός ότι πρώιμη έναρξη της θεραπείας προκαλεί πιο εμφανής μείωση του κινδύνου προεκλαμψία. Επίσης η αναστολή συσσωμάτωσης των αιμοπεταλίων και το αντιθρομβωτικό της αποτέλεσμα, οδηγώντας έτσι σε χαμηλότερα επίπεδα μιρκοεμφραγμάτων του πλακούντα και τέλος η αντιφλεγμονώδη δράση της και η σταθεροποίηση του ενδοθηλίου8-10.

Συμπερασματικά:

Μία πρόσφατη μελέτη (Aspirin for Evidence-Based Preeclampsia Prevention trial) που εστίασε στην πρόληψη της προεκλαμψίας με βάση την ασπιρίνη αποκάλυψε ότι η χορήγηση ασπιρίνης σε ημερήσια δόση 150 mg, που ξεκινά πριν από 16 εβδομάδες ηλικίας κύησης και χορηγείται τη νύχτα σε έναν πληθυσμό υψηλού κινδύνου, ο οποίος έχει προσδιοριστεί από μια συνδυασμένη εξέταση πρώτου τριμήνου, μειώνει την επίπτωση της πρόωρης προεκλαμψίας κατά 62%. Μια δευτερεύουσα ανάλυση αυτής της μελέτης έδειξε επίσης μείωση στη διάρκεια της παραμονής στη μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών κατά 68% σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, κυρίως λόγω της μείωσης των γεννήσεων πριν από 32 εβδομάδες  κύησης με προεκλαμψία. Η ευεργετική επίδραση της ασπιρίνης έχει βρεθεί ότι είναι παρόμοια σε υποομάδες με διαφορετικά δημογραφικά και άλλα χαρακτηριστικά, εκτός από την παρουσία χρόνιας υπέρτασης, όπου δεν βρέθηκε εμφανές ευεργετικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, το μέγεθος της επίδρασης της ασπιρίνης έχει βρεθεί ότι είναι πιο έντονο σε γυναίκες με καλή συμμόρφωση στη θεραπεία. Σε γενικές γραμμές, οι τυχαιοποιημένες μελέτες δεν έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν τη θεραπευτική επίδραση της ασπιρίνης σχετικά με τα ποσοστά άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τον πλακούντα, όπως ο περιορισμός της ανάπτυξης του εμβρύου και ο ενδομήτριος θάνατος11.

1 Duley L. The global impact of pre-eclampsia and eclampsia. Semin Perinatol 2009; 33:130–7.

2 Stevens W, Shih T, Incerti D, et al. Short-term costs of preeclampsia to the United States health care system. Am J Obstet Gynecol 2017; 217:237–48.e16.

3 Irving RJ, Belton NR, Elton RA, Walker BR. Adult cardiovascular risk factors in premature babies. Lancet 2000; 355:2135–6.

4 Moster D, Lie RT, Markestad T. Long-term medical and social consequences of preterm birth. N Engl J Med 2008; 359:262–73.

5 Wu P, Haththotuwa R, Kwok CS, et al. Preeclampsia and future cardiovascular health: a systematic review and meta-analysis. Circ Cardiovasc    Qual Outcomes 2017; 10:e003497

6 Breetveld NM, Ghossein-Doha C, van Neer J, et al. Decreased endothelial function and increased subclinical heart failure in women several years after pre-eclampsia. Ultrasound Obstet Gynecol 2018; 52:196–204

7 Rolnik DL, Wright D, Poon LC, et al. Aspirin versus placebo in pregnancies at high risk for preterm preeclampsia. N Engl J Med 2017; 377: 613–22.

8 Panagodage S, Yong HE, Da Silva Costa F, et al. Low-dose acetylsalicylic acid treatment modulates the production of cytokines and improves trophoblast function in an in vitro model of early-onset preeclampsia. Am J Pathol 2016; 186:3217–24.

9 Li C, Raikwar NS, Santillan MK, Santillan DA, Thomas CP. Aspirin inhibits expression of sFLT1 from human cytotrophoblasts induced by hypoxia, via cyclo-oxygenase 1. Placenta 2015; 36:446–53.10 Su MT, Wang CY, Tsai PY, Chen TY, Tsai HL, Kuo PL. Aspirin enhances trophoblast invasion and represses soluble fms-like tyrosine kinase 1 production: a putative mechanism for preventing preeclampsia. J Hypertens 2019; 37: 2461–9 11 Prevention of preeclampsia with aspirin Daniel L. Rolnik, PhD; Kypros H. Nicolaides, MD; Liona C. Poon, MD. j.ajog. 2020.08.045

X