• Μαιζώνος 94, Πάτρα, 3ος όροφος
  • Επικοινωνία: 2611124186
  • [email protected]
  • Δευτ. - Παρ.   9.00 π.μ. - 9.00 μ.μ.

Κυτταρομεγαλοϊός στην εγκυμοσύνη

Κυτταρομεγαλοϊός στην εγκυμοσύνη

Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), είναι το πιο συχνό αίτιο ιογενούς ενδομήτριας λοίμωξης και ο πιο γνωστός λοιμογόνος παράγοντας που προκαλεί βλάβες του εμβρύου. Ανήκει στην ίδια οικογένεια στην οποία ανήκει και ο έρπης. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, έχουν προσβληθεί από τον ιό κάποια στιγμή της ζωής τους ποσοστό 55-85%. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μόνο ένα ποσοστό 1-4% των εγκύων που δεν είχαν ποτέ έλθει σε επαφή με τον ιό, μπορεί να προσβληθούν.

Κλινική Εικόνα

Η νόσηση από τον κυτταρομεγαλοϊό δεν αφήνει ανοσία και επομένως η επαναμόλυνση είναι πάντα πιθανή. Η πρωτοπαθής λοίμωξη της μητέρας είναι περισσότερο επικίνδυνη για το έμβρυο από την υποτροπή της λοίμωξης και ιδίως, όταν αυτό συμβαίνει κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της κύησης (κυρίως πριν από τις 16 εβδομάδες κύησης). Η πιο συνηθισμένη μορφή εκδήλωσης της νόσου είναι η ασυμπτωματική. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να παρουσιαστεί με την εικόνα μονοπυρήνωσης με παρατεταμένο πυρετό, μυαλγία, αρθραλγία, φαρυγγίτιδα και ατονία, ήπιας μορφής ηπατίτιδας, διάμεσης πνευμονίας, αιμολυτικής αναιμίας, θρομβοκυτταροπενίας και συμπτώματα από το κεντρικό νευρικό και γαστρεντερικό σύστημα.

Στο σύνολο των γεννήσεων, η συχνότητα της συγγενούς της λοίμωξης από CMV είναι σε ποσοστό 1-2%, ενώ οι μητέρες που έχουν προσβληθεί από τον ιό, μεταδίδουν διαπλακουντιακά τον ιό στο έμβρυο σε ποσοστό 45%. Τα νεογέννητα αναπτύσσουν κλινική νόσο, σε ποσοστό 5-10%, ενώ από όσα νεογνά νοσήσουν, στο 2-4% παρατηρείται σοβαρή προσβολή που περιλαμβάνει βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος, βαρηκοΐα, αμφιβληστροειδοπάθεια, θρομβοκυτταροπενία και βλάβες του γαστρεντερικού συστήματος.

Διάγνωση

Η διάγνωση της λοίμωξη από CMV βασίζεται στην ανεύρεση μεγαλοκυτταρικών εγκλείστων ή στην απομόνωση του ιού σε διάφορες εκκρίσεις κυρίως στα ούρα. Η απομόνωση του γίνεται με κυτταροκαλλιέργεια ή με την αναζήτηση της μεθόδου αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) σε δείγματα αίματος, ούρων σάλιου, χοριακών λαχνών και αμνιακού υγρού που εξετάζονται για την παρουσία DNA του ιού και τέλος με ειδικές ορολογικές αντιδράσεις.

Η ορολογική διάγνωση της λοίμωξη από CMV γίνεται με προσδιορισμό των IgG και IgM αντισωμάτων. Τα άτομα με θετικά IgG αντισώματα, χαρακτηρίζονται ως οροθετικά. Τα IgM αντισώματα βρίσκονται στην πρωτοπαθή λοίμωξη και στην υποτροπή παλαιάς λοίμωξης, τα οποία παραμένουν στον οργανισμό γαι αρκετούς μήνες και η ανευρεσή τους στον ορό των εγκύων γυναικών μπορεί να αφορά και σε λοίμωξη που έλαβε χώρα πριν από την σύλληψη. Για την σωστή διάγνωση λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κύησης κατά την λοίμωξη, η απουσία ή η παρουσία ευρημάτων από το υπερηχογράφημα, όπως και αν υπάρχουν τα αποτελεσματα από των προγεννητικών εξετάσεων. Σε έγκυες που είναι οροαρνητικές για CMV πρέπει να γίνετε επαναληπτικός έλεγχος στο πρώτο και στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει και τον εμβολιασμό.

X